διερεθιστικός

διερεθιστικός
διερεθ-ιστικός, ή, όν,
A provocative, τῶν συμπτωμάτων ib.23;

δ. σημεῖον Phlp. in GA197.18

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διερεθιστικός — ή, ό (Α διερεθιστικός, ή, όν) [διερεθίζω] αυτός που προκαλεί διερέθιση …   Dictionary of Greek

  • διερεθιστικόν — διερεθιστικός provocative masc acc sg διερεθιστικός provocative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διερεθιστική — διερεθιστικός provocative fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”